ἐμβροντησίᾳ

ἐμβροντησίᾳ
ἐμβροντησίᾱͅ , ἐμβροντησία
sheer stupidity
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβροντησία — ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc/acc dual ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβροντησία — η (Α ἐμβροντησία) 1. χτύπημα από κεραυνό 2. το να είναι κανείς εμβρόντητος, σαν χτυπημένος από κεραυνό νεοελλ. ψυχοπαθολογική κατάσταση πλήρους ακινησίας, αφωνίας και έλλειψης αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς αρχ. μωρία …   Dictionary of Greek

  • ἐμβροντησίας — ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc pl ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίαν — ἐμβροντησίᾱν , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίαις — ἐμβροντησία sheer stupidity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • εμβρόντηση — η (Α ἐμβρόντησις) εμβροντησία …   Dictionary of Greek

  • ναισιελία — ναισιελία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀποπληξία καὶ ἡ ἑμβροντησία τινὲς δὲ ναισήματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”